παραβασια

παραβασια
    παραβασία
    παρα-βᾰσία
    эп. Hes. παραιβασίη, Aesch. παρβασία ἥ = παράβασις См. παραβασις 3

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραβασια" в других словарях:

  • παραβασία — παραβασίᾱ , παράβασις going aside fem nom/voc/acc dual (epic) παραβασίᾱ , παράβασις going aside fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) παραβασίᾱ , παραβασία fem nom/voc/acc dual παραβασίᾱ , παραβασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβασίᾳ — παραβασίαι , παράβασις going aside fem nom/voc pl (epic) παραβασίᾱͅ , παράβασις going aside fem dat sg (attic epic doric aeolic) παραβασίᾱͅ , παραβασία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβασία — επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ 1. πλάνη, παραίσθηση 2. ατιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • παραβασίας — παραβασίᾱς , παράβασις going aside fem acc pl (epic) παραβασίᾱς , παράβασις going aside fem gen sg (attic epic doric aeolic) παραβασίᾱς , παραβασία fem acc pl παραβασίᾱς , παραβασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβασίαν — παραβασίᾱν , παράβασις going aside fem acc sg (attic epic doric aeolic) παραβασίᾱν , παραβασία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιβασίη — ἡ, Α (ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία …   Dictionary of Greek

  • παρβασία — ἡ, Α βλ. παραβασία …   Dictionary of Greek

  • παραβασιῶν — παράβασις going aside fem gen pl (epic) παραβασία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»